Τρία επίκαιρα άρθρα του R. Blanchet για τον D. Trump που δημοσιεύτηκαν στο Lacan Quotidien

 

Η ψήφος trash του αμερικανικού εκλογικού σώματος

Μέχρι σήμερα, υπάρχει γενική αμηχανία. Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump) στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ως επίσημου υποψηφίου του στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου βύθισε παράγοντες και παρατηρητές της αμερικανικής πολιτικής σε κατάπληξη. Προβλήθηκαν διάφορα στοιχεία ερμηνείας, αναμφίβολα εξαιρετικά ορθά, με τα οποία ο κόσμος δεν ικανοποιείται πλήρως λες και η τελευταία λέξη αυτής της υπόθεσης δεν έχει ειπωθεί.

Η γοήτευση του middle-class και white-trash εκλογικού σώματος
Παρόλο που ο λόγος που προφέρει ο Ντόναλντ Τραμπ (Ντ. Τ.) εμφανίζεται ως ιδιαίτερα ασυνάρτητος, αρθρώνεται εντούτοις πολιτικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρθρώνεται σύμφωνα με τους κοινώς αποδεκτούς κανόνες της λογικής. Η κεντρική του θεματική, δηλαδή το να βγάλει την Αμερική από την παραλυσία της, και μάλιστα από την αναπηρία της, και να της αποδώσει και πάλι το μεγαλείο της – «Crippled America. How to make America great again»[1] που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Δεκέμβριο – απαιτεί να προστατεύσει την χώρα από την παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία επιτελείται εις βάρος της και την οδηγεί στην καταστροφή. Εκφράζεται μέσα από δύο μείζονες συνέπειες τις οποίες σκοπεύει να καταπολεμήσει «The Donald», όπως είναι τώρα το όνομα του πολέμου του: την μετανάστευση και την ελεύθερη-διακίνηση. Οι εχθροί έχουν ταυτοποιηθεί: το Μεξικό και η Κίνα. Σ’ αυτούς προστίθεται ο Μουσουλμάνος, πρότυπο της ζωτικής απειλής στο πολιτισμικό επίπεδο και της τρομοκρατικής βίας[2]. Όπως το θέτει ο κοινωνιολόγος, προφέροντας αυτόν τον λόγο, ο προσανατολισμός του οποίου εξαγγέλλεται ξεκάθαρα, «ο Τραμπ γοητεύει κατά πλειοψηφία τους λευκούς άντρες που γεννήθηκαν στο αμερικανικό έδαφος, με χαμηλά εισοδήματα και χωρίς ιδιαίτερα διπλώματα, οι οποίοι έχουν την αίσθηση ότι έχουν υποβαθμιστεί λόγω της παγκοσμιοποίησης, της πολυπολιτισμικότητας και της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης»[3]. Καταλαβαίνουμε επομένως ότι αυτό το τμήμα του ρεπουμπλικανικού εκλογικού σώματος τον χρίζει πρωταθλητή του.

Γιατί όμως αυτόν, ενώ οι ρεπουμπλικάνοι ανταγωνιστές του, τουλάχιστον ορισμένοι εξ αυτών, πρόφεραν περίπου τον ίδιο λόγο, αρθρωμένο ωστόσο με πιο ορθολογικό τρόπο δηλαδή πιο ρεαλιστικό και κατά συνέπεια πιο μετριοπαθή; Αυτά τα λόγια διατυπώνονται, η φωτογραφία που στολίζει το εξώφυλλο της προκήρυξης το υπογραμμίζει, ως εκείνα ενός θυμωμένου άντρα ο οποίος εκφράζεται χωρίς να μασάει τα λόγια του και χωρίς να συναινεί στο παραμικρό για λόγους ευπρέπειας. Στιγματίζει τους πολιτικούς (φθαρμένοι), την καθεστηκυία τάξη (διεφθαρμένη), τις πολιτικές (μετα-ρηγκανικές) που ζημίωσαν την χώρα και την οδήγησαν στον μοιραίο κατήφορο της παρακμής. Ο Ντ. Τ. επιπλήττει και καταγγέλλει: τον πολιτικό κόσμο καθώς και την πολιτική ως τέτοια. Η τελευταία είναι από μόνη της βαθύτατα ύποπτη: συνεχώς ανοιχτή στις κομπίνες και στη συνομωσία. Ο λόγος του Ντ. Τ. ανήκει ως προς αυτό στο «παρανοϊκό στυλ» το οποίο ο Richard Hofstadter θεωρεί ως το μείζον χαρακτηριστικό της ρητορικής της αμερικανικής άκρας δεξιάς. Ο πολιτικολόγος φέρνει στην επιφάνεια το πολιτικό στυλ αυτού του «ψευδο-συντηρητισμού» ως «μια από τις βαθιές τάσεις της αμερικανικής ιστορίας του 20ού αιώνα, και όχι μια έκφραση κάποιας συγκυριακής διάθεσης».[4]

Στην σφοδρότητα της καταγγελίας της πολιτικής πορείας των πραγμάτων προστίθεται η προφορική υπερβολή της έκφρασης. Αυτή δεν έχει όρια. Αγγίζει συνεχώς τα όρια της χυδαιότητας και τείνει γρήγορα προς το υβρεολόγιο. Δεν οπισθοχωρεί μπροστά στη βρισιά και ξέρει να εκτοξεύει τις πιο ευτελείς επιθέσεις ad hominem. Ο ψηφοφόρος του Ντ. Τ. το εκτιμά. Του αρέσει αυτός ο λόγος του οποίου το σημάδι της «αυθεντικότητας» είναι, στα μάτια του, το να μην δεσμεύεται από τους τύπους, να πηγαίνει κατευθείαν στη μάχη σώμα με σώμα όπως στο κατς για το οποίο γνωρίζουμε ότι ο υποψήφιος ήταν λάτρης και ιδιοτελής προαγωγός, και το οποίο, όλα συγκλίνουν σ’ αυτό, σκοπεύει να καταστήσει το βαρύ θέαμα της προεκλογικής του εκστρατείας.

Πρόκειται όμως για ένα άλλο κοινό από το οποίο ζητείται ως εκ τούτου να προσφέρει την συνενοχή του και τις ψήφους του. Η λευκή middle-class που φοβάται πάνω απ’ όλα την υποβάθμιση και σκοπεύει να προστατευθεί από αυτήν χάρη με τίμημα αισχρότητες στις οποίες έχει συναινέσει εν γνώσει της, δίνει εδώ την θέση της στον white trash, τον «Μικρό-Λευκό».
Πρόκειται για τους εργάτες θύματα της μαζικής αποβιομηχανοποίησης που πλήττει την αμερικανική οικονομία. Είναι η συνέπεια της μεταφοράς της έδρας των παραγωγικών δραστηριοτήτων στις αναδυόμενες χώρες και της τριτογενοποίησης της οικονομίας (η «ψηφιακή επανάσταση»). Όμως αυτό που συμβαίνει είναι ότι η τελευταία δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας, και η οικονομία στην παρούσα φάση της, και πιθανότατα για πολύ καιρό ακόμα, είναι καταδικασμένη να παραμείνει στάσιμη όπως προβλέπουν πολλοί ειδικοί[5]. Αυτοί οι υποβαθμισμένοι ψηφοφόροι που έχουν την αίσθηση ότι αποστερήθηκαν σκληρά αυτά που τους ανήκαν και θα έπρεπε να τους επιστραφούν, αυτοί οι ανεπιθύμητοι στους οποίους «το Σύστημα» δεν αφήνει καμία ευκαιρία εκτός από μια εξευτελιστική επιβίωση, θεωρούν τους εαυτούς τους ικανούς να δηλητηριάσουν την απόλαυση εκείνων τους οποίους θεωρούν ότι επωφελούνται από το «Σύστημα»: είναι αυτοί που εκμεταλλεύονται μια άδικη και ανυπόφορη κατάσταση πραγμάτων. Οι μειονότητες (Μαύροι, ομοφυλόφιλοι, μετανάστες, γυναίκες) που έγιναν αντικείμενο της δημοκρατικής πολιτικής θετικής διάκρισης βρίσκονται στο στόχαστρό τους. Η επιλογή του Μικρού-Λευκού δεν δυσκολεύεται επομένως να στραφεί προς τον υποψήφιο που διακηρύττει την κατάργηση ανεπιστρεπτί αυτής της αποτρόπαιης κατάστασης πραγμάτων.

Ντ. Τ., μια εικόνα και μια αυταπάτη
Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι blue-collars, και οι απόγονοί/τα παιδιά τους που δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν τον βαθμό ακαδημαϊκής εκπαίδευσης ικανό να τους δώσει μια δουλειά, είναι αναγκαστικά θύματα των υποσχέσεων του δημαγωγού που ισχυρίζεται ότι θα βάλει στην ίδια μοίρα την υπόθεσή τους με εκείνη της ίδιας της Αμερικής και του μεγαλείου της. Μην μπορώντας να πιστέψουν στ’ αλήθεια αναξιόπιστες υποσχέσεις (απέλαση των 11 εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών από τις Ηνωμένες Πολιτείες!;) θα ήταν μάλλον σαν να επιχειρούσαν να μετατρέψουν την εκλογή του Ντ. Τ. στην προεδρία σε ένα είδος «white trash party». Σε ένα εμπεριστατωμένο άρθρο («Γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να κερδίσει τις αμερικανικές εκλογές»)[6] το οποίο δίνει την εικόνα των κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται αντιμέτωπες και το οικονομικό υπόβαθρο της πολιτικής τους τοποθέτησης, ο Christopher Caldwell σημειώνει ότι «βρισκόμαστε [στις Ηνωμένες Πολιτείες] στα πρώτα στάδια μιας εξέγερσης ενάντια σ’ αυτό το [οικονομικό] παιχνίδι. Ο Τραμπ, καταλήγει, είναι μάλλον η πιο ήπια μορφή που θα μπορούσε να πάρει αυτή η εξέγερση».

Πράγματι, ο Ντ. Τ. δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος της εικόνας, ένας άσσος των μέσων ενημέρωσης, αυτός που στην επικοινωνία θεωρείται μάστορας ως προς τον χειρισμό τους και την εκμετάλλευση των τηλεοπτικών καναλιών για τα οποία είναι επίσης ένας καλός πελάτης (η ακροαματικότητα και ο τζίρος κερδίζουν απ’ αυτό). Είναι ο ίδιος μια εικόνα και σίγουρα επίσης μια αυταπάτη. Είναι ο άνθρωπος των ριάλιτι σόου, παρουσιαστής του σόου που τον έκανε διάσημο πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, The Apprentice (Ο μαθητευόμενος) [7]. Έπαιζε τον ίδιο του τον ρόλο του μεγιστάνα ακινήτων και ασυναγώνιστου μάνατζερ. Διότι αυτή είναι η εικόνα που θέλει να δώσει για τον εαυτό του, ενός επιχειρηματία που πέτυχε και ο οποίος, γι’ αυτόν τον λόγο, είναι ενδεδειγμένος στο να έλθει να βοηθήσει ένα Κράτος που υποφέρει από την ολέθρια διαχείριση ανίκανων ανθρώπων: «I know how to fix it», ψάλλει η προπαγάνδα του.

Όμως το success story που αποδίδει στον εαυτό του ο Ντ. Τ. εγείρει το λιγότερο ενδοιασμούς. Ο επιχειρηματίας έχει υποστεί αρκετές χρεοκοπίες και δεν έχει αποδειχθεί πως είναι τόσο πλούσιος όσο ισχυρίζεται. Πάντως δυσανασχετεί στο να παραθέσει τις φορολογικές του δηλώσεις όπως επανειλημμένως του έχει ζητηθεί δημοσίως εις μάτην. Ούτε έχει αποδειχθεί ότι μπόρεσε να κάνει κάτι παραπάνω τελικά από το να διαχειριστεί με μέτρια αποτελέσματα την περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Εν ολίγοις, η εικόνα που θέλει να δώσει για τον εαυτό του είναι νοθευμένη. Η απάτη δεν είναι και πολύ μακριά ούτε και η νοθεία και η μυθομανία. Οι «υποθέσεις» πολλαπλασιάζονται τώρα στον τύπο. Πιο πρόσφατη η καταγγελία για μεθόδους αισχροκέρδειας που χρησιμοποιούνται στο «Trump University» [8]. Ο τύπος με ολόκληρες στήλες κοροϊδεύει το υπερμέγεθες εγώ του The Donald το οποίο έχει επισημανθεί εδώ και καιρό ως egomaniac. Οι δύο κυρίαρχες λέξεις στις οποίες στηρίζεται ο προσωπικός του μύθος και τις οποίες επαναλαμβάνει σαν τροπάρια στα λόγια του είναι: ανταγωνίζομαι και κερδίζω.

Η εμπλοκή με το κύριο όνομα
Από την φρενήρη κινητικότητά του στο πρώτο πλάνο της σκηνής των μέσων ενημέρωσης καθώς και από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων τις οποίες αναλαμβάνει δεν μπορούμε παρά να αποκομίσουμε την αίσθηση ενός ανθρώπου που έμπλεξε με το όνομά του. Το διασπείρει, θα λέγαμε, στους τέσσερις ανέμους, το προβάλλει παντού και με κάθε ευκαιρία, το χρησιμοποιεί με κάθε τρόπο, χωρίς να επιδεικνύει πάντα την διορατικότητα και την ικανότητα που θέλει να διεκδικεί, μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο κλπ. Η ψυχή του πατέρα του ο οποίος, ως γνήσιος και ταλαντούχος self made man, μπόρεσε να φτιάξει την δική του περιουσία, κάνει άραγε το βίο αβίωτο στον καημένο τον Ντόναλντ που δεν έχει ένα όνομα που να είναι δικό του; Ελλείψει αυτού, το καταλάβαμε, πολύ λιγότερο χαρισματικός από τον πρόγονο, πάσχισε να συγκροτήσει την δική του εικόνα: είναι ένας ισχυρός άντρας. Αυτή είναι η χίμαιρά του την οποία αγαπά σαν τον ίδιο του τον εαυτό, το ιδανικό εγώ του, θα έλεγαν οι ειδικοί. Ο loser είναι ο εφιάλτης του. Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι πρόκειται για την κρυφή πλευρά του εαυτού του την οποία πασχίζει να ξορκίσει σαν καταραμένος;

Lacan Quotidien (nο 588) στις 15.6.2016.
Μετάφραση: Ρούλη Χριστοπούλου

[1] «H ανάπηρη Αμερική. Πώς να της ξαναδώσουμε το μεγαλείο της», Νέα Υόρκη, Δεκέμβριος 2015.
[2] Η τρομοκρατική απόπειρα του Ορλάντο (NYT της 13ης Ιουνίου 2016) δεν παρέλειψε να δώσει στον Τραμπ την ευκαιρία να επαναλάβει τα λόγια/τις προθέσεις του.
[3] Bart Bonikowkski, «Ένα ατόφιο αμερικανικό προϊόν», Le 1, N° 105, 3/5/2016.
[4] «Το παρανοϊκό στυλ – Θεωρίες συνωμοσίας και ριζοσπαστική δεξιά στην Αμερική», Εκδόσεις François Bourin, Παρίσι, 2012, σελ. 118.
[5] Βλ. κυρίως Robert J. Gordon, «Η χρυσή εποχή της ανάπτυξης είναι πίσω μας», Le Monde, 20/2/2016, και «Is U.S. Economic Growth Over?» (Σεπτέμβριος 2012), που παρουσίασε ο Martin Wolf, Le Monde, 8/10/2012.
[6] Le Monde, 23/5/2016.
[7] Stuart Heritage, «The toxic political legacy of The Apprentice», The Guardian, 16/6/2016.
[8] Μεταξύ άλλων, «Donald Trump and the Judge», Κύριο άρθρο στην NYT, 31/5/2016, και Michael Barbaro και Steve Eder, «Former Trump University workers call the School a “lie” and a “scheme” in testimony», The New York Times, 31/5/2016.

http://www.lacanquotidien.fr/blog/wp-content/uploads/2016/06/LQ-588.pdf

 

 

Η απεικόνιση της ριζοσπαστικής δεξιάς (D. Trump - II)

«Πολλά πράγματα που βρίσκονται μπροστά μας δεν εμφανίζονται με άμεσο τρόπο για να τα δούμε, αλλά μόνο μέσω μιας απεικόνισης (…). Εκείνο που βλέπουμε, δεν είναι πια μόνο τα πράγματα, αλλά οι ηλεκτρονικές τους απεικονίσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πράγματα λείπουν, είναι εντελώς απόντα, αλλά οι ηλεκτρονικές τους απεικονίσεις είναι παρούσες, και με επίμονο τρόπο» Raffaele Simone, « Το γλυκό Τέρας » [1]

Άνοδος του φασισμού;
Το λαϊκό αίσθημα το ερμήνευσε εξαιρετικά ορθά, διότι εδώ έγκειται η άλλη όψη του προσώπου, The Donald διατείνεται πως είναι ένας σπάνιος άνθρωπος. Δεν έχει όμοιό του και είναι έξω από τα συνηθισμένα, επομένως εκτός διαστάσεων, για να αναγνωρίσουμε, όπως θα το είχε εκτιμήσει, το ανάστημά του σχεδόν ως κατσέρ. Είναι ο βροντερός outsider που τα λέει έξω από τα δόντια του στους κατόχους του establishment, καταγγέλλει την ανεντιμότητά τους χωρίς αναστολές, απολαμβάνει ευρέως όταν παραβαίνει τον κώδικα των καλών τρόπων που συνηθίζονται στην πολιτισμένη δημόσια αντιπαράθεση και τελικά τα βάζει, με μια μοχθηρία που ντύνεται με τα στολίδια μιας πρόσχαρης αστειότητας, με τα ίδια τα πρόσωπα προκειμένου να τα κρεμάσει στα άγκιστρα της υποτιθέμενης απόλαυσής τους η οποία συνιστά το μίζερο είναι τους (Crooked Hillary, Lying Ted, Crazy Bernie [2], κλπ).

Εκείνο που εμφανίζεται εδώ σαν την γλώσσα της αλήθειας ενθουσιάζει το κοπάδι των ψηφοφόρων του Ντόναλντ Τραμπ. Ξερογλείφονται μ’ αυτήν, ο απόηχος που έχουμε δεν το διαψεύδει. Θεωρούν αυτόν τον λόγο που γειτονεύει πάντα με το χυδαίο υβρεολόγιο και την ατιμωτική προσβολή εγγύηση «αυθεντικότητας». Στην πραγματικότητα, απολαμβάνουν αυτήν την πολυλογία φανφαρόνου που δεν σέβεται τίποτα και κανέναν, που παραβαίνει τις καθιερωμένες συνήθειες της δημόσιας και δημοκρατικής συζήτησης, που δεν διστάζει ούτε να πει ψέματα ούτε να κάνει πονηριές ούτε να εξαπατήσει ούτε να απειλήσει ούτε να ασκήσει, χωρίς καν να κρυφτεί, τους πιο βδελυρούς εκβιασμούς. Δεν είναι άραγε αυτός ο οποίος, ευαίσθητος όσο δεν γίνεται για να μην πούμε υπερευαίσθητος, ξεσπά σε ανησυχητικές επιθέσεις εναντίον του τύπου και υπόσχεται, εάν εκλεγεί πρόεδρος, να τις εντείνει; Οι νόμοι που εγγυώνται την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του τύπου, προειδοποιεί, θα τεθούν γρήγορα υπό αμφισβήτηση [3].

Εξ ου, και ολόκληρη η διαμάχη που ταράζει σήμερα την δημοκρατική Αμερική της διανόησης. Ανησυχεί για το τι θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει στην επιφάνεια η άνοδος του φασισμού στην χώρα[4]. Αναλογιζόμενος το 1954, τότε που το κίνημα του Μακαρθισμού βρισκόταν στο απόγειό του, την «ψευδο-συντηρητική εξέγερση», ο Richard Hofstadter κατέληγε στο εξής : «Δεν συμμερίζομαι την ανησυχία ενός μεγάλου αριθμού φιλελευθέρων [εδώ, με την αμερικανική έννοια του όρου, εννοείται] οι οποίοι φοβούνται πως αυτή η μορφή αμφισβήτησης μπορεί να πάρει τέτοια έκταση ώστε να κατακλύσει όλες μας τις ελευθερίες και να μας βυθίσει σε έναν εφιάλτη ολοκληρωτισμού. (…) Εντούτοις, σε έναν λαϊκίστικο πολιτισμό όπως ο δικός μας, (…) είναι δυνατό να εκμεταλλευτεί κανείς τις πλέον ακραίες εκδηλώσεις των αισθημάτων της μάζας με σκοπούς ατομικούς και κατανοητό να μπορεί να εγκατασταθεί ένα πολιτικό κλίμα στο οποίο η έλλογη αναζήτηση της ευημερίας και της ασφάλειας να γίνει αδύνατη» [5]. Όποια και να είναι η βαθμίδα ορθότητας της αναφοράς στον φασισμό όπως αυτός έχει συγκροτηθεί ιστορικά, παραμένει το γεγονός ότι, στις μέρες μας, η προσδοκία ενός αυταρχικού και αντιδημοκρατικού τρόπου διακυβέρνησης είναι προφανής. Πρόκειται από δω και στο εξής για ένα συνολικό σύμπτωμα και πιθανότατα για μια συνέπεια της ίδιας της παγκοσμιοποίησης.

Το λαϊκό αίτημα για ένα στιβαρό χέρι
Το πρόσωπο του Ντ. Τ. ικανοποιεί την άνοδο αυτής ακριβώς της λαϊκής προσδοκίας. Διότι, ανεξάρτητα από τις ενδόμυχες πεποιθήσεις του (συνετέλεσε στην εκλογή του Μπιλ Κλίντον) τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να διαλευκάνει, εκείνο που είναι ολοφάνερο είναι ότι επιδίδεται στην προκειμένη περίπτωση σε μια επιχείρηση μάρκετινγκ. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτός ο λόγος της άκρας δεξιάς προορίζεται να παραμείνει χωρίς συνέπειες και χωρίς πραγματικό κίνδυνο για την δημοκρατία. Το θέμα είναι μάλλον να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι μια ολόκληρη μερίδα του εκλογικού σώματος, εκείνη που δοκιμάζεται επειδή έχει απορριφθεί από το «Σύστημα», εύχεται την έλευση ενός θεόσταλτου ανθρώπου, και μάλιστα του απολυταρχικού άρχοντα ο οποίος θα ενσάρκωνε στο ίδιο του το πρόσωπο την σωτηρία, στον οποίο θα άξιζε συνεπώς να αφεθεί πλήρως. Αυτή η στάση υποταγής ως πολιτική της εξέγερσης εμπεριέχει τον πειρασμό της καταστροφής. Ο Raffaele Simone σημειώνει ότι υπεισέρχεται εδώ ένα χαρακτηριστικό του «νέου προλεταριάτου», εκείνου που «περιλαμβάνει από δω και πέρα μονάχα άτομα περιθωριοποιημένα και καταπιεσμένα» : αυτό το προλεταριάτο «θέλει να μπει στο Zeitgeist», δηλαδή «να καταναλώνει όπως οι πλούσιοι» και μπορεί, αν χρειαστεί, «να δείξει τα δόντια του και να διαπνέεται από ένα έντονο πνεύμα καταστροφής» [6].

Αυτό ακριβώς το πνεύμα καταστροφής θα εύρισκε μάλλον ικανοποίηση στο εκλογικό σόου του Ντ. Τ. Ο βάρδος της οικονομικής απορρύθμισης δίνει σάρκα και οστά στην θεματική του ενσαρκώνοντάς την στο πρόσωπο που θέτει επί σκηνής ως κάποιον που εμφανίζει όλα τα σημάδια απορρύθμισης, ως τον κατ’ εξοχήν απελευθερωμένο από κάθε υποτέλεια. Εδώ έγκειται το θαύμα που επιτυγχάνει, και το οποίο περνάει απαρατήρητο από τους σχολιαστές όντας όμως η πηγή της αμηχανίας τους : The Donald είναι το Αντικείμενο που προσφέρεται προς κατανάλωση. Πρόκειται εδώ για Θεία Μετάληψη και το μυστήριο της δράσης της, όπως διδάσκει από πάντα η θεολογία, είναι απύθμενο. Είναι λιγότερο απύθμενο για αυτό που μας απασχολεί εφόσον θεωρούμε ότι το αντικείμενο εδώ περιορίζεται σε μια εικόνα. Η ικανοποίηση που αποκομίζεται από την Θεία Μετάληψη με την εικόνα παραμένει παγιδευμένη στα δίχτυα του θεάματος: του ηθοποιού και του θεατή, του βλέμματος που τους πλήττει. Διότι το προγραμματικό περιεχόμενο του λόγου του Ντ. Τ. είναι καθαρή χίμαιρα. Είναι, κατά συνέπεια, η θωπεία της χίμαιρας ως τέτοιας που ικανοποιεί : της χίμαιρας μιας τάξης πραγμάτων που ξαναγεννιέται μετά την καταστροφή της παλιάς, η προκαταβολική θέαση του αδύνατου που εκπληρώνεται.

Lacan Quotidien (Nο 589) στις 17.6.2016.
Μετάφραση: Ρούλη Χριστοπούλου

[1] Raffaele S., «Το γλυκό Τέρας. Η Δύση κλίνει προς τα δεξιά;», Μιλάνο 2008, γαλλ. μεταφρ. Gallimard, συλλ. Le Débat, 2010.
[2] Hillary-η-σάπια, Ted-ο-ψεύτης, Bernie-ο-τρελλάρας.
[3] Βλ. Paris G., «Ο Ντόναλντ Τραμπ επιτίθεται για μια ακόμη φορά στον “απίστευτα ανέντιμο τύπο”», Le Monde, 1η Ιουνίου 2016, και ανάμεσα σε πολλούς άλλους, Blows Ch. M., «A chill wind blows», NYT, 2 Ιουνίου 2016.
[4] Βλ. κυρίως Kagan R. «This is how fascism comes to America», Washington Post, 18 Μαΐου 2016, Baker P., «Rise of Donald Trump tracks growing debate over global fascism», NYT, 28 Μαΐου 2016 & Bittner J., «Is this the West’s Weimar Moment ?», NYT, 31 Μαΐου 2016.
[5] Hofstadter R., «Το παρανοϊκό στυλ. Θεωρίες συνωμοσίας και ριζοσπαστική δεξιά στην Αμερική», Εκδόσεις François Bourin, Παρίσι, 2012, σ. 118-119.
[6] Raffaele S., «Το γλυκό Τέρας», ό.π., σ. 90-91.

http://www.lacanquotidien.fr/blog/wp-content/uploads/2016/06/LQ589.pdf

 

Το τουπέ ενός πολιτικού [Donald Trump -III]

Ένα είναι σίγουρο: το στυλ του υποψηφίου για την Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ αρέσει [1]. Περισσότερο από ποτέ, εδώ το στυλ είναι ο άνθρωπος. Και ο άνθρωπος, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ταυτόχρονα μια αφήγηση, μια εικόνα και ένα πρόσωπο. Με άλλα λόγια ένα ολόκληρο θέαμα.
Οπότε, θα μπορούσε κάλλιστα το μυστικό της υπόθεσης να έγκειται σ’ αυτόν τον ίδιο τον συνδυασμό, δηλαδή ότι η ψήφος των εκλεκτόρων στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ήταν η ψήφος των θεατών, ότι ο πολιτικός της αρεσκείας τους είναι ουσιαστικά μια εικόνα, ότι το πρόσωπο που την ενσαρκώνει πρέπει να ορισθεί ως ένας entertainer, και ότι η ίδια η πολιτική δεν υπάγεται πλέον παρά στο πεδίο της ψυχαγωγίας – κάποιου ιδιόμορφου τύπου ασφαλώς. Η κατάπληξη που καταλαμβάνει τον παρατηρητή θα έπρεπε να είναι επομένως της τάξεως της ταραχής που προκαλεί κάποιο αποτέλεσμα-αλήθειας το οποίο, σαν την τορπίλη που αναφέρει ο Μένων όταν ήταν αντιμέτωπος με τον άνθρωπο της αλήθειας, τον Σωκράτη, σας πλήττει με παραλυσία άπαξ και σας πετύχει. Οπότε η κριτική ικανότητα, έρμαιο της σύγχυσης, επιφέρει την αναστολή της κρίσης και η σκέψη βρίσκεται σε αδυναμία να αποφασίσει για το σωστό και το λάθος.

Η εξέγερση ως (οφθαλμ)απάτη
Το ζήτημα που προξενεί την γενική αμηχανία είναι: πώς κάποιος τόσο λίγο συμπαθητικός, απατεώνας, μισογύνης, μέτριος, χυδαίος, ρατσιστής, κυνικός και χωρίς ιδιαίτερους ηθικούς ενδοιασμούς, μπορεί να σαγηνεύσει τόσο πολύ; Η απάντηση, θα πρέπει να το αποδεχθούμε, βρίσκεται πιθανότατα στον συνδυασμό των καθαυτό χαρακτηριστικών. Ο συνδυασμός αυτός θα ήταν ικανός να συγκεντρώσει την μάζα του λαϊκού εκλογικού σώματος του Ντ. Τ. Όχι ότι όλοι τους και ο καθένας ξεχωριστά ενστερνίζονται την ιδεολογία την οποία περιγράφει η ραχοκοκαλιά του λόγου του Ντ. Τ., αλλά μάλλον αυτός ο λόγος, στο βαθμό που αποτελεί απόσχιση από την political correctness, αποδεικνύεται ικανός να γίνει φορέας της δυσφορίας[2] – διαφοροποιημένη, βέβαια, ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα και τα ενδιαφέροντά τους, αλλά συνεχώς έντονη – πολλών πολιτών που έχουν την τάση να εξεγείρονται, να τα βάζουν γενικά με «το Σύστημα», και πιο ευθέως με την εποχή Ομπάμα και με τις προεκτάσεις της πολιτικής του New Deal.

Όμως, και εδώ έγκειται μάλλον η ιδιαιτερότητα του «φαινομένου Τραμπ», αυτός ο λόγος εξέγερσης ανήκει κατά βάθος στον τομέα της σκηνοθεσίας. Πρόκειται για θέαμα. Δεν σημαίνει ότι δεν είναι αποτελεσματικός, αλλά απλώς ότι ξοδεύεται στο να δίνεται σε δημόσια θέαση. Αυτό το γεγονός θα μπορούσε να συνδεθεί με την ίδια την υπόσταση του πολιτικού πράγματος σήμερα: έχει γίνει ψυχαγωγία. Υπάγεται σε εκείνο που ο Ουμπέρτο Έκο αποκάλεσε «καρναβαλοποίηση της ζωής», την οποία καθιστούσε έναν από τους φορείς της σύγχρονης μορφής του δυτικού πολιτισμού : το να είναι όχι μόνο ένας πολιτισμός του θεάματος αλλά ένα θέαμα όπου η ίδια η ζωή εμφανίζεται σαν ένα αέναο καρναβάλι. Πρόκειται, εν ολίγοις, για τη γιορτή του βλέμματος.

Ο Ντόναλντ προδίδει το μυστικό του τουλουφιού
Αυτό ακριβώς δεν είναι άραγε σε τελική ανάλυση το μυστικό του Ντόναλντ Τραμπ; Το ότι έχει αντιληφθεί αυτήν την παράμετρο της σύγχρονης ζωής και προσφέρεται με ταλέντο να την ικανοποιήσει; Το εκπληκτικό είναι ότι αυτό το ίδιο το ταλέντο είναι κάτι το οξύμωρο : είναι η τέχνη του να διαπρέπει κανείς στην μετριότητα, το χάρισμα του να προωθεί την μετριότητα μέχρι την τελειότητα. Τούτο αποτελεί το καρναβάλι που εμψυχώνει ο Ντ. Τ. και η πηγή του. Πρόκειται για την καθεστηκυία τάξη αναποδογυρισμένη, αναστατωμένη, γελοιοποιημένη, ξεγυμνωμένη, και η οποία απολαμβάνεται ωμή σαν άθλιος μορφασμός του πραγματικού. Στο θέαμα όπου το καρναβάλι ξεδιπλώνεται, όπως είναι στο στοιχείο του, η απόλαυση του βλέμματος, ενός ενορμητικού αντικειμένου με εξέχουσα σημασία στον τηλεοπτικό μας πολιτισμό, ευχαριστιέται χωρίς τέλος από αυτό που κοιτάζει όσο και από αυτό που αφήνεται να το κοιτάζουν. Ποιος καλύτερα από τον The Donald μπόρεσε να γίνει ο ίδιος φορέας αυτού του ενορμητικού τρόπου της απόλαυσης προσαρμοσμένης στις συνθήκες της κρίσης και των αδιεξόδων της, και της δόσης απελπισίας που της δίνει την οξύτητα πολιτικού άγχους; Από αυτό ακριβώς δεν άντλησε άραγε τελικά ο Ντ. Τ. την έμπνευση και το τουπέ του;
Το τσουλούφι ενός πολιτικού άνδρα πιθανώς δεν υπήρξε ποτέ πηγή τόσων αινιγμάτων. Για καιρό πιστεύαμε ότι ήταν ποστίς. Όχι χωρίς λόγο. Διότι, οφείλουμε να συμφωνήσουμε, έχει κάτι το περίεργο, μοιάζει στραβό και αυτό το κάνει να φαίνεται σαν να μην κρέμεται σωστά, σαν ένα μπάλωμα που δεν πέφτει καλά. Αυτό το χαρακτηριστικό, το οποίο κανένα επίθετο εκτός από την λέξη peculiar δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα, έχει σαν αποτέλεσμα να κάνει αμέσως μπαμ και να τραβάει το βλέμμα σας. Το τσουλούφι του Ντ. Τ., θα λέγαμε, είναι η απεικόνισή του : το σημάδι που τον σηματοδοτεί, σήμα εργοστασίου εν είδει φωτογραφικού punctum (Barthes). Ας πούμε ότι αναγορεύεται μέσα στη βουβαμάρα του και την προεξοχή του ευθαρσώς σε φετίχ : υποδεικνύει την γειτνίαση με τον ευνουχισμό. Ο Ντ. Τ. τον φέρει μάλλον σαν διάδημα σαν τον γελωτοποιό που το φοράει μέσα στην πληρότητά του καθώς σ’ αυτό τον προορίζει ο ρόλος του.

Αυτό συγκλίνει με τον μισογυνισμό του προσώπου, ο οποίος προβάλλεται ανοιχτά χωρίς κόμπλεξ. Ο μισογυνισμός, όπως καταλαβαίνουμε, δεν είναι παρά το άλλο όνομα της ανδρικής διαμαρτυρίας του, του ευνουχισμού από τον οποίο νιώθει να απειλείται. Απέναντι στην Χίλαρι που «έχει» με το παραπάνω (διπλώματα, γνώσεις, εμπειρία στην πολιτική, πολυάριθμους ψηφοφόρους, μέλλον, φοβερό χαρακτήρα και πολλή ζωντάνια), The Donald κάνει άθλια εντύπωση, με αυτήν τη μαλλούρα υπερβολικά οξειδωμένη που είναι μιας άλλης εποχής, και που κάνει το κεφάλι του να φαίνεται σαν ένα περίεργο κεφάλι Μέδουσας. Μαντεύουμε πράγματι την φαλάκρα που επεκτείνεται υπογείως και μοιάζει έτοιμη να αφήσει να ξεπροβάλλει αιφνιδίως μπροστά στα μάτια μας, horresco referens, το θέαμα μιας φαλακρής Μέδουσας… Όλα οδηγούν στο να σκεφτούμε, ακολουθώντας τον Φρόυντ, πως ο Ντ. Τ. επιδεικνύει μάλλον το τσουλούφι του όπως επιδεικνύει κανείς το όργανό του σαν apotropaion προκειμένου να «φοβερίσει το κακό πνεύμα» [3], εν προκειμένω εκείνο της διαβολογυναίκας που έχει.
Απόλαυση του ψοφιμιού
Ιδίου μεγέθους με την ανδρική του διαμαρτυρία, η δυναμική του λόγου στο στόμα του ρήτορα μοιάζει να περιορίζει αυτόν τον λόγο στην τάξη της θρασύδειλης διάχυσης. Εδώ έγκειται, τελικά, το πραγματικό όνομα της δημαγωγίας που επιβάλλεται ολοφάνερα σαν το χαρακτηριστικό της δημόσιας στάσης του Ντ. Τ. Δεν το κρύβει, ενώ καυχιέται ταυτόχρονα ότι μπορεί να πει τα πάντα και το αντίθετό τους (κάτι που ονομάζει ευλυγισία του) και το αναδεικνύει ως το μοναδικό του πρόγραμμα. Λες και η μόνη πολιτική για την οποία θα σκόπευε να υπερηφανευτεί συγκροτείται στο μέτρο του λόγου που έχει χλευάσει χίλιες φορές ώστε να μην εκθέτει πια παρά μόνο την κακή λίμπιντο την οποία μεταφέρουν η βρισιά και μια αλαζονεία που είναι πάντα πολύ κοντά στον οχετό.

Η δημαγωγία που καταλογίζουν στον υποψήφιο Τραμπ δεν κατορθώνει να εξηγήσει την εκλογική του επιτυχία (μόνο ανάμεσα στο 6 με 8% του αμερικανικού εκλογικού σώματος που πήρε μέρος στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος) παρά μόνο αν δούμε την πραγματική της διάσταση. Ξεδιπλώνεται πράγματι μέσα στον χώρο όπου ο σχολιαστής, θεωρητικός ή άνθρωπος της δράσης, μόλις που τολμάει να εκφέρει γνώμη, χώρο που του προξενεί διανοητική δυσφορία, δηλαδή σ’ αυτήν ακριβώς την ζώνη όπου η απόλαυση του λόγου μετασχηματίζεται σε απόλαυση του ψοφιμιού (Λακάν).
Αυτό το καθεστώς απόλαυσης ισχύει ταυτόχρονα για τον παράγοντα και την απεικόνιση που είναι κυριολεκτικά ο Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό μάλλον του χάρισε, εκ μέρους του μεγάλου αρχιτέκτονα της νικήτριας προεδρικής εκστρατείας του George W. Bush, του Karl Rove, το εγκωμιαστικό στο είδος του επίθετο, «παντελώς ηλίθιος» [4]. Αυτό ισχύει εξίσου και για τον πυρήνα της εκλογικής του πελατείας που του εξέφρασε όλη την αγάπη που μπορούσε στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος [5]. Σ’ αυτόν τον πυρήνα ενώνεται ήδη – τώρα που ο Paul Ryan, ο εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο έχρισε μόλις The Donald εκείνον στον οποίο το Grand Old Party δίνει όλη του την αφοσίωση – το πλήθος των επιτήδειων και των κυνικών. Η Χίλαρι δεν θα έχει δικαίωμα στο λάθος. Και ο Bernie Sanders θα πρέπει να προσπαθήσει να περιοριστεί στο να κάνει την διάκριση ανάμεσα στον κυριότερο εχθρό και τον δευτερεύοντα, ανάμεσα στην κυριότερη αντίφαση και τις αντιφάσεις στους κόλπους του λαού (Mao Tse-toung). Ο Bernie όμως, από ό,τι φαίνεται, δεν είναι κακός. Quite a nice guy, θα λέγαμε. Αυτό θα ήθελε να πιστέψει, από τη μεριά του, ο Paul Krugman [6]. Εν πάση περιπτώσει, ας το ελπίσουμε. Για την ελευθερία του λόγου και την αξιοπρέπεια που θα έπρεπε να του αναλογεί όπως και να’ ναι στην δραστηριοποίησή του στον δημόσιο χώρο.

Lacan Quotidien (nο 592) στις 30.6.2016.
Μετάφραση: Ρούλη Χριστοπούλου

[1] Βλ. την αλληλογραφία της 20ής Δεκεμβρίου 2015 της Iris Deroeux, στο Mediapart.fr.
[2] Thomas B. Edsall, « The Anti-P.C. Vote », NYT, 1η Ιουνίου 2016. Διάβασε « Political Correctness » για το « P.C. ».
[3] «Το κεφάλι της Μέδουσας», 1922, στο Résultats, idées, problèmes, τόμος ΙΙ, PUF, Παρίσι, 1987, σελ. 50.
[4] « Complete idiot », βλ. «At odds publicly, Donald Trump and Karl Rove hold a private meeting», NYT, 2 Ιουνίου 2016.
[5] Jill Abramson, «Could Donald Trump the actor win the election for Trump the candidate?», The Guardian, 26 Απριλίου 2016.
[6] «Feel the Math», NYT, 30 Μαΐου 2016, «Bad Narratives» NYT, 31 Μαΐου 2016.

http://www.lacanquotidien.fr/blog/wp-content/uploads/2016/06/LQ-592.pdf

 

Links

Grafosfera
Lacan TV
Radio Lacan
Lacan Quotidien
 

H Παγκόσμια Εταιρεία Ψυχανάλυσης και οι Σχολές